φαρμακείο

φαρμακείο
το
1. κατάστημα παρασκευής και πώλησης φαρμάκων.
2. μτφ., κατάστημα οποιουδήποτε είδους με εμπορεύματα σε υπερβολικές τιμές, κοφτήριο: Μην αγοράζεις από εδώ παπούτσια, είναι φαρμακείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαρμακείο — το, Ν [φάρμακο] 1. κατάστημα πώλησης και παρασκευής φαρμάκων 2. κουτί όπου φυλάγονται στοιχειώδη φαρμακευτικά παρασκευάσματα, στο σπίτι ή σε όχημα 3. μτφ. κατάστημα τού οποίου οι τιμές πώλησης τών προϊόντων είναι εξαιρετικά υψηλές («αυτό το… …   Dictionary of Greek

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

  • Σέελε, Καρλ Βίλχελμ — (Scheele). Σουηδός χημικός (Στράλσουντ 1742 Καίπινγκ 1786). Από φτωχή οικογένεια, σε ηλικία 14 ετών προσελήφθη μαθητευόμενος σ’ ένα φαρμακείο του Γκότενμπουργκ. Μελέτησε τα λίγα βιβλία και το συνταγολόγιο του φαρμακείου, αλλά ασχολήθηκε ιδιαίτερα …   Dictionary of Greek

  • Liste falscher Freunde — Die Liste falscher Freunde listet eine Auswahl häufiger falscher Freunde (Übersetzungsfallen bzw. Verständnisprobleme) zwischen Deutsch und anderen Sprachen, dem in der Bundesrepublik Deutschland und in anderen Staaten gesprochenen Deutsch sowie… …   Deutsch Wikipedia

  • Pepperoni — Die Liste falscher Freunde listet eine Auswahl häufiger falscher Freunde (Übersetzungsfallen bzw. Verständnisprobleme) zwischen Deutsch und anderen Sprachen, dem in der Bundesrepublik Deutschland und in anderen Staaten gesprochenen Deutsch sowie… …   Deutsch Wikipedia

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • αβδελλάδικο — το [αβδέλλα] κατάστημα, συνήθως κουρείο ή φαρμακείο, όπου πουλάνε βδέλλες …   Dictionary of Greek

  • μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… …   Dictionary of Greek

  • νοσοκομείο — Ίδρυμα περίθαλψης και νοσηλείας ασθενών. Τα πρώτα νοσοκομειακά ιδρύματα ταυτίζονται στην αρχαία Ελλάδα με τους ναούς του Ασκληπιού, που συγκέντρωναν τους πάσχοντες, οι οποίοι περίμεναν την ίασή τους από τη θεία επέμβαση, από διάφορες δρόγες και… …   Dictionary of Greek

  • σπετσαρία — και σπετσερία, η, Ν (ιδιωμ.) φαρμακείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spezieria] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”